Η εφαρμογή του ΑσφΝ στην ασφαλιστική κάλυψη
των προαιρετικών κινδύνων αυτοκινήτου.
Σκέψεις με αφορμή την με αριθμό 16708/ 2008 απόφαση
του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης
του Χρήστου Σαχπατζίδη – Δικηγόρου Γιαννιτσών
Δημοσιευθέν στην ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Τεύχος Ιανουάριος 2009 Σελ. 10
Η με αριθμό 16708/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης θίγει μια σειρά από σημαντικά ζητήματα της ασφάλισης αστικής ευθύνης αυτοκινήτου λαμβάνοντας υπόψη της τη νομοθετική ρύθμιση που εισάγει ο Ν. 2496/1997 (ΑσφΝ).
1. Για την εφαρμογή του ΑσφΝ στην υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων.
Κατ’ αρχήν η απόφαση τάσσεται υπέρ της εφαρμογής του ΑσφΝ στην υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης, στηρίζοντας την (ορθή) αυτή θέση της τόσο στην ΑΠ 779 / 2007 (ΝΟΜΟΣ), όσο και στο εξ αντιδιαστολής επιχείρημα που προσφέρει το άρθρο 26 παρ. 6 του ΑσφΝ• το τελευταίο ορίζει ότι «οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στην υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων». Συνεπώς εάν ο νομοθέτης ήθελε την μη εφαρμογή του ΑσφΝ στην υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης, θα προέβλεπε κάτι τέτοιο ρητά για το σύνολο των διατάξεων του ΑσφΝ και όχι μόνον για το άρθρο 26 αυτού. Υπέρ της εφαρμογής του ΑσφΝ βλ. επίσης ΑΠ 1485 / 2005, ΝοΒ 2006 / 392, ΑΠ 230 / 2008, ΝΟΜΟΣ• contra ΑΠ 1491 / 2006.
Αλλά πέραν των παραπάνω, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι με τον ΑσφΝ επιχειρήθηκε να αναμορφωθεί το νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει την σύμβαση ασφάλισης στις σχέσεις μεταξύ ασφαλιστή και λήπτη ασφάλισης – ασφαλισμένου. Βέβαια ανάλογες ρυθμίσεις προέβλεπε και ο Ν. 489/1976, όπως ισχύει σήμερα, όμως αφορούσε κυρίως τη σχέση ασφαλιστή και ζημιωθέντος τρίτου (βλ. Ράνια Χατζηνικολάου - Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο 2008, παρ. 31, σελ. 257). Ορθότερη λοιπόν φαίνεται η θέση ότι «οι συμβατικές σχέσεις ασφαλιστή αστικής ευθύνης αυτοκινήτων και λήπτη της ασφάλισης - ασφαλισμένου διέπονται από τον ασφαλιστικό νόμο στο μέτρο που συμβιβάζονται με τον Ν. 489/1976 για τους ασφαλιστικούς όρους» (βλ. Ι. Ρόκας, Ιδιωτική Ασφάλιση, 11η έκδοση - 2006, σ. 326). Εάν ο νομοθέτης είχε την πρόθεση να αποκλείσει την εφαρμογή του ΑσφΝ από την υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης, θα το είχε κάνει έστω και εκ των υστέρων με το Ν. 3557/2007, με τον οποίο επέφερε τροποποιήσεις στο Ν. 489/1976 και (κυρίως) κατήργησε την Υ.Α. Κ4/585/1978. Τουναντίον σε ορισμένες τροποποιήσεις του (με τον πρόσφατο Ν. 3557/2007) έλαβε υπ´ όψιν του τις γενικές αρχές του ΑσφΝ, όπως λ.χ. στο προστεθέν άρθρο 6α (περί σύμβασης προσωρινής κάλυψης και χορήγησης ειδικού σήματος από τον ασφαλιστή), το οποίο «εξειδικεύει», κατά κάποιο τρόπο, την παρ. 2 του άρθρου 2 του ΑσφΝ (περί εγγράφου προσωρινής κάλυψης).
Συμπερασματικά λοιπόν θα λέγαμε ότι «ο ΑσφΝ (Ν. 2496/1997) θα συνεχίζει να εφαρμόζεται συμπληρωματικά για κάθε θέμα που δεν ρυθμίζεται πλέον ειδικά από τον τροποποιημένο Ν. 489/1976» (βλ. Ράνια Χατζηνικολάου - Αγγελίδου, ό.π. , σελ. 257).
2. Ο Ν. 489/1976 και οι εξαιρέσεις υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης.
Οι σχέσεις μεταξύ ασφαλιστή και λήπτη ασφάλισης (αντισυμβαλλόμενου) - ασφαλισμένου στην υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης και ειδικότερα οι εξαιρέσεις της ασφάλισης καθορίζονται υποχρεωτικά από τον Ν. 489/1976, όπως ισχύει πλέον μετά τις τροποποιήσεις που ο Ν. 3557/2007 (ΦΕΚ Α’ 100 / 14/5/2007) επέφερε κυρίως με την προσθήκη (άρθρ. 4 Ν. 3557/2007) των παρ. 1 α΄, β΄, γ’ και 2 του άρθρου 6β’ και με την κατάργηση (άρθρ. 17 Ν. 3557/2007) της κατ΄ εξουσιοδότηση εκδοθείσας ΥΑ Κ4/585/1978.
«Άρθρο 6β. Εξαιρέσεις της κάλυψης.
§1. Εξαιρούνται από την ασφάλιση ζημίες που προκαλούνται:
α) από οδηγό ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί.
β) από οδηγό, ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν. 2696/ 1999, ΦΕΚ 57 Α΄) όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος. Αν το αυτοκίνητο όχημα που εμπλέκεται στο ατύχημα ανήκει κατά κυριότητα σε επιχείρηση εκμίσθωσης επιβατικών αυτοκινήτων οχημάτων, το δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή ασκείται μόνο κατά του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου οχήματος, εφόσον υφίσταται έγκυρο μισθωτικό έγγραφο.
γ) από αυτοκίνητο όχημα του οποίου γίνεται διαφορετική χρήση από αυτή που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας, εφόσον η χρήση αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος.
§2. Με τη σύμβαση ασφάλισης επιτρέπεται να ορίζονται, πέραν των περιπτώσεων της προηγούμενης παραγράφου, και άλλες περιπτώσεις εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον οι περιπτώσεις αυτές, αφορούν μόνο προαιρετική ασφαλιστική κάλυψη. Κάθε άλλη εξαίρεση είναι αυτοδικαίως άκυρη.».
Επίσης με το άρθρο 17 Ν. 3557 / 2007 «από την έναρξη ισχύος του νόμου καταργείται η υπ´ αριθμ. Κ4/585/1978 απόφαση του υπουργού εμπορίου (ΦΕΚ 795 ΤΑΕ και ΕΠΕ)».
Ι. Έτσι το ποίες διατάξεις θα εφαρμοστούν κάθε φορά, εξαρτάται από τον κρίσιμο χρόνο, δηλαδή από το πότε επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος: για τις περιπτώσεις που ο ασφαλιστικός κίνδυνος επήλθε μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 3557/2007 εφαρμόζεται ο Ν. 489/1976 και η προμνησθείσα ΥΑ, ενώ για τις μετέπειτα ο τροποποιηθείς (με το Ν.3557/2007) Ν. 489/1976.
Πάντως θα πρέπει να σημειωθεί ότι φαίνεται να υπάρχει διχογνωμία για το εφαρμοστέο δίκαιο στις περιπτώσεις εκείνες που το ασφαλιστήριο είχε ήδη εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 3557/2007 και η ασφαλιστική περίπτωση επήλθε μετά την έναρξη ισχύος. Κατά μία άποψη «θα ισχύουν οι εκ των ως άνω επιτρεπτές εξαιρέσεις της καταργηθείσας και ως συμβατικό κείμενο ισχύουσας Υπ. Απόφασης, διότι η ασφαλιστική επιχείρηση έχει υπολογίσει το ασφάλιστρο με βάση την ισχύ των εξαιρέσεων αυτών, ενώ ο νόμος δεν προβλέπει την αναδρομική ισχύ του• διαφορετική ερμηνεία ανεπίτρεπτα θα προσέβαλε κεκτημένα συμβατικά δικαιώματα» (βλ. Ι. Ρόκας, Ασφαλιστικός Κώδικας, 2η έκδοση 2008, σ. 107, υποσημ. 151). Αντίθετη άποψη υποστηρίζει ότι «προϋφιστάμενες της ενάρξεως ισχύος του Ν. 3557 / 2007 ασφαλιστικές συμβάσεις που περιέχουν λόγο εξαιρέσεως μη διατηρηθέντα ουσιαστικώς από το Ν. 3557 / 2007 μέσω της παρ. 1 του άρθρου 6β’ Ν. 489/1976 καταλαμβάνονται από το νέο δίκαιο υπό την προϋπόθεση ότι δεν επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση υπό το παλαιό δίκαιο. Στην περίπτωση αυτή ο λόγος εξαιρέσεως που τυπικά υπάρχει στη σύμβαση ασφαλίσεως καθίσταται εφεξής αυτοδικαίως άκυρος και πρέπει να απαλειφθεί και τυπικώς κατά την ανανέωση της ασφαλιστικής συμβάσεως. Επομένως ο ασφαλιστής δεν μπορεί κατά νόμο να επικαλεστεί μετά το Ν. 3557/2007 ένα τέτοιο λόγο αποκλεισμού αν μετά την ισχύ του νόμου αυτού επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση». Η άποψη αυτή βασίζεται στην ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 33 του Ν. 2496/1997 που ορίζει ότι “οι κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υφιστάμενες ασφαλιστικές συμβάσεις διέπονται εφεξής από τον παρόντα νόμο”• ρύθμιση που (κατά τη θέση αυτή) «πρέπει να εφαρμοστεί αναλόγως και για την κρίση του ενταύθα θέματος» (Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 2008, σελ. 650, παρ. 28, π. 77).
ΙΙ. Προϋσχύσαν καθεστώς εξαιρέσεων με βάση την Κ4/585/1978 (προ της έναρξης ισχύος του Ν. 3557/2007).
Η νομολογία έχει ήδη προ πολλού καταλήξει στην πάγια θέση ότι η Υ.Α είναι αντισυνταγματική, ως κειμένη εκτός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, που παρασχέθηκε στον Υπουργό Ανάπτυξης, και ως εκ τούτου δεν δεσμεύει τα δικαστήριά μας στην εφαρμογή της. Δηλαδή η ΥΑ (ιδίως ως προς τη διάταξη του άρθρ. 25 § 6 & 8) δεν καθορίζει κάποιον γενικό όρο της ασφαλιστικής σύμβασης, σύμφωνα με την εξουσιοδότηση που παρασχέθηκε στον Υπ. Εμπορίου (Ανάπτυξης πλέον) με το άρθρο 6 § 7 του Ν. 489/1976, αλλά επιβάλλει περιορισμό της ευθύνης του ασφαλιστή έναντι του ζημιωθέντος, η οποία προβλέπεται από τον ίδιο νόμο (αρθρ. 6 του ν. 489/76), βλ. Αθ. Κρητικός, ό.π., σ. 551 παρ. 25 π. 24 επ. και ενδεικτικά ΑΠ 1006 / 2005 ΕλλΔνη 2006, 217 – ΑΠ 813/1997 Επιθ.Συγκ.Δικ. 1997, 548 – ΑΠ 106/1987 ΕλλΔ 1988, 293 – ΑΠ 1410/1983 ΝοΒ 32, 1199 – ΕφΑθ 930/1993 Επιθ.Συγκ.Δικ. 1994, 13.
Έτσι η νομολογία έχει πλέον παγιωθεί στην θέση ότι οι εξαιρέσεις της παραπάνω ΥΑ είναι έγκυρες και ισχυρές στις σχέσεις μεταξύ ασφαλιστή και λήπτη ασφάλισης (αντισυμβαλλόμενου) - ασφαλισμένου, εφόσον περιληφθούν στην ασφαλιστική σύμβαση ως συμβατικοί όροι, είτε με την ενσωμάτωσή τους σ’ αυτήν είτε με παραπομπή στην Υπουργική Απόφαση (Κ4/585/78) ή ακόμα με παραπομπή μόνον στον αριθμό του Φ.Ε.Κ., αφού μέσω της αναφοράς αυτής είναι δυνατή και η γνώση του περιεχομένου της ΑΥΕ (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 230/2008, ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 1491/2006 ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 426/2002 ΧρΙΔ 2002, 413 – ΑΠ 30/2002 ΕλλΔ 2002, 715 – ΑΠ 1022/2001 Επιθ.Συγκ.Δικ. 2002, 24 – ΑΠ 588/2001 ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 751/2000, ΕλλΔ 2001, 95 –ΑΠ 639/1994 ΕλλΔ 1995, 333 – ΕφΛαρ 289/2002, ΤΝΠ ΔΣΑ.
Μάλιστα νομολογιακά γίνεται δεκτό ότι για τη συνομολόγηση του όρου δεν απαιτείται οπωσδήποτε η υπογραφή του ασφαλισμένου, αλλά η καθ´ οιονδήποτε τρόπο αποδοχή της σύμβασης, ρητής ή σιωπηρής• αποδοχή η οποία μπορεί να συναχθεί από τις περιστάσεις: επικόλληση του ειδικού σήματος στο παμπρίτζ, καταβολή ασφαλίστρων, υποβολή υπεύθυνης δήλωσης ατυχήματος στον ασφαλιστή, προσκόμιση ασφαλιστηρίου στο Τμήμα Τροχαίας μετά από ατύχημα κ.λπ.: βλ. ΑΠ 1006/2005 ΕλλΔνη 2006, 217 - ΑΠ 826/2005 ΕλλΔνη 2006, 103 - ΑΠ 324/2005 ΕλλΔνη 2006, 1636 - ΑΠ 308/2005 ΕλλΔνη 2006, 1359 - ΑΠ 735/2004, ΕλλΔνη 2006, 1010 - ΑΠ 432/2004 ΕλλΔνη 2006, 1009 – ΕφΙωαν 261/2007 Αρμ 2009, 236.
ΙΙΙ. Ισχύον καθεστώς εξαιρέσεων με βάση το άρθρο 6β’ § 1 Ν. 489/1976 (μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 3557/2007).
Όπως προαναφέρεται, με το άρθρο 17 παρ. 1 εδ. γ΄ του Ν. 3557 / 2007 καταργήθηκε ολόκληρη η προμνησθείσα ΥΑ και προστέθηκε στο Ν. 489 / 1976 το άρθρο 6β’ παρ. 1 εδ. α’, β’ και γ’, στο οποίο διατυπώνονται περιοριστικά τρεις μόνον περιπτώσεις εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη (βλ. παραπάνω)• ενώ παράλληλα δεν παρέχεται η δυνατότητα στα συμβαλλόμενα μέρη να συμφωνήσουν οποιαδήποτε επιπλέον εξαίρεση κάλυψης. Κάθε άλλη εξαίρεση είναι αυτοδικαίως άκυρη (βλ. Αθ. Κρητικός, ό.π., σελ. 630, παρ. 10).
Όμως προβληματισμός διατυπώνεται σχετικά με το χαρακτηρισμό της πρώτης περίπτωσης (εξαίρεση λόγω έλλειψης άδειας οδήγησης), για το εάν αφορά γνήσια εξαίρεση ή κεκαλυμμένο ασφαλιστικό βάρος. Να σημειωθεί ότι στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή της γνήσιας εξαίρεσης, η απαλλαγή του ασφαλιστή επέρχεται χωρίς άλλο, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που τη συγκροτούν• αντίθετα εάν πρόκειται περί (κεκαλυμμένου) ασφαλιστικού βάρους για την απαλλαγή του ασφαλιστή απαιτείται η συνδρομή υπαιτιότητας, δηλαδή κρίνεται από τη συμπεριφορά του λήπτη ασφάλισης - ασφαλισμένου (βλ. Αθ. Κρητικός, ό.π., σελ. 642, παρ. 43, καθώς και Ράνια Χατζηνικολάου - Αγγελίδου, ό.π. σ. 167). Έτσι μία άποψη τάσσεται υπέρ της θέσης ότι η εν λόγω εξαίρεση αποτελεί κεκαλυμμένο ασφαλιστικό βάρος, γεγονός που, παρά τη μη ρητή διατύπωση του νόμου, απαιτεί την συνδρομή αιτιώδους συνάφειας «μεταξύ της παραβάσεως του ασφαλιστικού βάρους, δηλαδή της ελλείψεως άδειας ικανότητας οδηγού και του ατυχήματος» (βλ. Αθ. Κρητικός ό.π. σ. 641, παράγραφος 37). Αντίθετη άποψη υποστηρίζει ότι η εν λόγω εξαίρεση «δεν αποτελεί κεκαλυμμένο βάρος, αν και έχει και αυτό τη φύση υποχρέωσης (δηλαδή βάρους) που θέτει ο ασφαλιστής στον ασφαλισμένο», (βλ. Ι. Ρόκας, Ασφαλιστικός Κώδικας, 2008, σ. 109, υποσημ. 157) . Ωστόσο κι ο τελευταίος αναγνωρίζει ότι «η κριτική αντιμετώπιση της ομοίου περιεχομένου εξαίρεσης του άρθρου 25 παρ. 6 της ΥΑ Κ4 / 585 / 1978 από τη νομολογία και τη θεωρία, αλλά και η αντίθεσή της προς την υπ´ αριθμ. 000306 απόφαση της 24 Γενικής Διεύθυνσης της Ε.Ε. και τη νομολογία του ΔΕΚ, είναι πιθανόν να οδηγήσουν τη νομολογία στο χαρακτηρισμό και αυτής της εξαίρεσης ως καλυμμένο ασφαλιστικό βάρος και να θέσει ως προϋπόθεση για την εφαρμογή τους την ύπαρξη τουλάχιστον αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της μη ύπαρξης της άδειας οδήγησης και της ζημίας, λαμβάνοντας υπόψη και το ότι ο νόμος δεν αναφέρει ρητά ότι δεν απαιτείται αιτιώδης σύνδεσμος, χωρίς ν’ αλλάζει κάτι αν η έλλειψη αυτή συμπληρωθεί από το ασφαλιστήριο» (βλ. Ι. Ρόκας, ό.π.).
Σε ό,τι αφορά τις υπόλοιπες δύο εξαιρέσεις κάλυψης (οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών και χρήση του αυτοκινήτου διαφορετική από την αναγραφόμενη στην άδεια κυκλοφορίας του αντίστοιχα) η γραμματική διατύπωση του νόμου υποδεικνύει σαφώς ότι πρόκειται περί κεκαλυμμένων ασφαλιστικών βαρών, καθώς απαιτείται συνδρομή αιτιώδους συναφείας μεταξύ της παράβασης της υποχρέωσης (βάρους) από τον ασφαλισμένο και της ζημίας.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει με έμφαση να τονισθεί ότι οι παραπάνω εξαιρέσεις αφορούν στις σχέσεις μεταξύ ασφαλιστή και λήπτη ασφάλισης - ασφαλισμένου και όχι μεταξύ τρίτου - παθόντος και ασφαλιστή• έναντι του παθόντα ο ασφαλιστής δεν μπορεί να προβάλει τις ενστάσεις που αφορούν στη σύμβαση ασφάλισης και τις σχέσεις του με τον αντισυμβαλλόμενο - ασφαλισμένο του.
3. Τέλος σε ό,τι αφορά την ασφάλιση των προαιρετικών κινδύνων αυτοκινήτου το νομοθετικό πλαίσιο καθορίζεται κατά βάση από τον ΑσφΝ, ενώ έχει εφαρμογή και ο ν. 2251/1994 (προστασία καταναλωτών) όπως ισχύει σήμερα. Τόσο η ίδια η ασφάλιση καθ’ εαυτήν, όσο και οποιαδήποτε εξαίρεση κάλυψης έχουν το χαρακτήρα συμβατικών δεσμεύσεων και ρυθμίζονται από τις παρ. 5 και 6 του άρθρου 2 του ΑσφΝ.
§ 5 Άρθρου 2 ΑσφΝ:
«Αν το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου παρεκκλίνει από την αίτηση για ασφάλιση, οι παρεκκλίσεις θεωρούνται ότι έχουν εγκριθεί από την αρχή, εφόσον ο λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώνεται γραπτά εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή του ασφαλιστηρίου και εφόσον ο ασφαλιστής τον έχει ενημερώσει για την παρέκκλιση και για το δικαίωμα εναντίωσης γραπτά ή με σημείωση στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, στοιχειοθετημένη με εντονότερα στοιχεία από τα λοιπά, ώστε να υποπίπτει εύκολα στην αντίληψη και έχει χορηγήσει σε αυτόν σε χωριστό έντυπο υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης. Αν ο ασφαλιστής παρέλειψε να ενημερώσει ως άνω τον λήπτη και να του χορηγήσει το ως άνω υπόδειγμα, τότε οι παρεκκλίσεις δεν δεσμεύουν τον λήπτη της ασφάλισης και θεωρείται ότι έχει συμφωνηθεί το περιεχόμενο της αίτησης για ασφάλιση».
Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι καθοριστικής σημασίας έγγραφο αποτελεί η αίτηση - πρόταση ασφάλισης, που πρακτικά υπογράφει ο λήπτης ασφάλισης και όπου θα πρέπει να αναγράφονται όλες οι εξαιρέσεις. Έτσι εάν στην αίτησή του ο ασφαλιστής δεν αναφέρει κάποια συγκεκριμένη εξαίρεση (π.χ. σε ασφάλιση Προσ. Ατυχήματος του οδηγού του καλυπτόμενου οχήματος για την περίπτωση θανάτου του κατά την οδήγηση συμφωνείται η καταβολή ασφαλίσματος ύψους 20.000 €, χωρίς να αναφέρεται οποιαδήποτε εξαίρεση) και στη συνέχεια εκδώσει ασφαλιστήριο στους γενικούς ή/και ειδικούς όρους του οποίου περιέχεται ως συμβατικός πλέον όρος κάποια εξαίρεση (λ.χ. στο παραπάνω παράδειγμα ο ασφαλιστής περιλάβει στο ασφαλιστήριο ως εξαίρεση της συγκεκριμένης κάλυψης την περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος - οδηγός είναι ανυπαίτιος του ατυχήματος), τότε αυτός (ασφαλιστής) θα πρέπει:
να ενημερώσει τον λήπτη της ασφάλισης για την παρέκκλιση αυτή με εντονότερα στοιχεία και στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου (ή με άλλο ξεχωριστό έγγραφο),
να τον ενημερώσει για το δικαίωμά του να εναντιωθεί στην παρέκκλιση – εξαίρεση αυτή με τον προαναφερθέντα τρόπο και
να του χορηγήσει το ειδικό έντυπο εναντίωσης.
Μόνον με τις παραπάνω προϋποθέσεις και μετά την άπρακτη από πλευράς λήπτη της ασφάλισης παρέλευση ενός (1) μήνα από την παραλαβή του ασφαλιστηρίου, είναι έγκυρος ο ασφαλιστικός όρος εξαίρεσης και δεσμεύει το λήπτη ασφάλισης. Σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή σε περίπτωση που ο ασφαλιστής παραλείψει να προβεί σωρευτικά και στις τρεις παραπάνω αναφερόμενες υποχρεώσεις του, ο νομοθέτης είναι εξαιρετικά σαφής: «… τότε οι παρεκκλίσεις δεν δεσμεύουν τον λήπτη της ασφάλισης και θεωρείται ότι έχει συμφωνηθεί το περιεχόμενο της αίτησης για ασφάλιση». Βλ. Ράνια Χατζηνικολάου – Αγγελίδου «Ασφαλιστική Σύμβαση – Προστασία του ασφαλισμένου ως καταναλωτή», έκδοση 2000, σελ. 270: «η ασφαλιστική σύμβαση ισχύει όπως είχε συμφωνηθεί στο προσυμβατικό στάδιο σύμφωνα με την αίτηση του ασφαλισμένου και οι παρεκκλίσεις του ασφαλιστή δεν δεσμεύουν τον ασφαλισμένο» (βλ. AD HOC ΕφΘ 1385 / 2006, ΕπΣυγΔ 2006,369, καθώς και ΠΠΘεσ 16708/2008, που δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος).
Αντίθετα, εάν παραδοθεί το ασφαλιστήριο αλλά όχι και οι ασφαλιστικοί όροι με τα χωριστά έντυπα εναντίωσης, τότε οι συνέπειες διαφέρουν και καθορίζονται από την επόμενη παράγραφο, την § 6 του άρθρου 2 του ν. 2496/1997:
«Αν ο ασφαλιστής δεν παρέδωσε στον λήπτη της ασφάλισης κάποια από τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 2 περίπτωση Η και παρ. 3 περίπτωση Δ του ν.δ/τος 400/1970, όπως ισχύει, (πληροφορίες άσχετες του ερευνώμενου ζητήματος) κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης για ασφάλιση ή αν δεν παρέδωσε τους ασφαλιστικούς όρους σύμφωνα με την παρ. 4 του παρόντος άρθρου, τότε η σύμβαση θεωρείται ότι έχει συναφθεί με βάση το ασφαλιστήριο, τους ασφαλιστικούς όρους, καθώς και τις τυχόν επιπλέον πληροφορίες που προσδιορίζουν γενικά τη συγκεκριμένη σύμβαση, εφόσον ο λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώνεται γραπτά εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών από την παράδοση του ασφαλιστηρίου. Αν παρέλθει αυτή η προθεσμία άπρακτη, η σύμβαση ισχύει αναδρομικά, από το χρόνο της σύναψής της. Η ως άνω προθεσμία δεν αρχίζει, αν ο ασφαλιστής δεν έχει ενημερώσει σχετικά με το δικαίωμα εναντίωσης τον λήπτη της ασφάλισης γραπτά ή με ευκρινή σημείωση στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου και δεν έχει χορηγήσει σε αυτόν σε χωριστό έντυπο υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης. Το δικαίωμα εναντίωσης αποσβέννυται μετά πάροδο δέκα (10) μηνών από την πληρωμή του πρώτου ασφαλίστρου. Σε περίπτωση εναντίωσης, ματαιούται η σύναψη της σύμβασης. Το βάρος της απόδειξης της παράδοσης των εγγράφων φέρει ο ασφαλιστής. Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου αυτού δεν θίγονται».
Ενώ στην § 8: «Όλοι οι όροι του ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου και να γράφονται με σαφήνεια και με ευδιάκριτα στοιχεία».
Με την παραπάνω διάταξη της παρ. 6 ο νομοθέτης επιθυμεί διακαώς, θα λέγαμε, να πάψει κάθε αβεβαιότητα ή αμφισβήτηση γύρω από τους ασφαλιστικούς όρους. Δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ώστε «το ασφαλιστικό προϊόν να αυτοπροσδιορίζεται χωρίς να δημιουργούνται ελλείψεις ουσιωδών στοιχείων» (Ράνια Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, ο.π. σελ. 274). Έτσι, κι αν ακόμη δεν παραδοθούν από τον ασφαλιστή οι ασφαλιστικοί όροι, δηλαδή οι γενικοί και ειδικοί όροι της ασφαλιστικής σύμβασης, η ασφάλιση δεν είναι μετέωρη από πλευράς ισχυόντων ασφαλιστικών όρων, αλλά διέπεται από τους ασφαλιστικούς όρους που προσδιορίζουν γενικά το είδος της συγκεκριμένης ασφάλισης. Αντίθετα, αν ο λήπτης της ασφάλισης ασκήσει το δικαίωμα εναντίωσης, που του παρέχει ο νόμος, τότε η σύμβαση ακυρώνεται αναδρομικά από τη σύναψή της.
Εδώ επανέρχεται η αβεβαιότητα: Ποίοι είναι άραγε οι ασφαλιστικοί όροι, που προσδιορίζουν γενικά το είδος αυτό της ασφάλισης (λ.χ. της ασφάλισης Προσωπικού Ατυχήματος οδηγού); Και άραγε σ’ αυτούς εμπεριέχεται και μια εξαίρεση (του πιο πάνω παραδείγματος) ή όχι; Και με βάση τα προεκτεθέντα, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως «εύλογο» το συμφέρον του λήπτη (παρ.8 του άρθρου 2 ΑσφΝ), ώστε να μην εξαιρείται από την ασφάλισή του η εν λόγω περίπτωση;
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι υφίστανται ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των ρυθμίσεων των παρ. 5 και 6 του άρθρου 2 ΑσφΝ: Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι η πρώτη αφορά στις παρεκκλίσεις μεταξύ του περιεχομένου του ασφαλιστηρίου και εκείνου της αίτησης για ασφάλιση• η δεύτερη (παρ. 6) αφορά στη μη παράδοση των ασφαλιστικών όρων μαζί με το ασφαλιστήριο. Προβλέπεται διαφορετική προθεσμία εναντίωσης κ.λπ.. Και στις δύο περιπτώσεις (παρ. 5 και 6 του άρθρου 2 ΑσφΝ) το βάρος απόδειξης της παράδοση των εγγράφων το φέρει ο ασφαλιστής (βλ. ΕφΘ 1385 / 2006, ΕπΣυγΔ 2006, 369, καθώς και ΠΠΘεσ 16708/2008, που δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος).
Να σημειώσουμε βέβαια ότι οι διατάξεις του ΑσφΝ και ιδιαίτερα των §§ 4, 5 και 6 του άρθρου 2, που μόλις προσεγγίσαμε, καθιερώνονται ως κανόνες «ημιαναγκαστικού δικαίου από το άρθρο 33 § 1 αυτού με την έννοια ότι, εάν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον ΑσφΝ, με την ασφαλιστική σύμβαση δεν μπορούν να περιορισθούν τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, παρά μόνον να διευρυνθούν» (βλ. Ι. Ρόκας, «Ιδιωτική Ασφάλιση», έκδοση 2002, § 112, σελ. 128) .
Σημειωτέον επίσης ότι οι πιο πάνω σκέψεις μπορούν να έχουν ανάλογη εφαρμογή και στην ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων για τις περιπτώσεις του πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 3557/2007 καθεστώτος, δηλαδή όπου έχει εφαρμογή η ΥΑ Κ4/585/1978 (βλ. ΠΠΘεσ 16708/2008 του παρόντος τεύχους). Και τούτο διότι υπό το προϊσχύσαν αυτό καθεστώς οι εξαιρέσεις ασφάλισης αποτελούν συμβατικούς όρους, σε αντίθεση με το ισχύον καθεστώς (μετά το Ν. 3557/2007), που αποτελούν εκ του νόμου εξαιρέσεις, κατά τα αναφερόμενα παραπάνω• εκτενέστερη αναφορά βλ. στην εισήγηση του γράφοντος στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο για το ζήτημα της Μέθης, «Το Τροχαίο Ατύχημα – Βέροια 2003», Πρακτικά Συνεδρίου, έκδοση ΕπΣυγΔ 2004, σ. 317 επ.).
Μέχρι σήμερα φοβούμαι πως δεν έχει αποδοθεί από τους συμμετέχοντες στην απονομή της δικαιοσύνης (και κυρίως από εμάς τους δικηγόρους) η πρέπουσα σημασία που έχει ο ΑσφΝ για την κατανόηση της λειτουργίας της ασφαλιστικής σύμβασης, όπως την προσεγγίσαμε παραπάνω.
Τέλος με το σημείωμα αυτό είναι αυτονόητο πως δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε τα θιγόμενα ζητήματα σε όλες τις πτυχές τους. Φιλοδοξία του γράφοντος είναι να θίξει τις σημαντικότερες πλευρές τους και να προκαλέσει ανάλογες συζητήσεις γύρω από αυτά. Ειδικότερα το ζήτημα των προαιρετικών καλύψεων αυτοκινήτου υπό το πρίσμα του ΑσφΝ και του Ν. 2251 / 1994 (προστασία καταναλωτών, όπως ισχύει σήμερα) αποτελεί ένα ευρύτατο πεδίο ανάλογων προβληματισμών, επί των οποίων όμως θα επανέλθουμε με ειδικότερη αναφορά.-